-
1 ἐπαστράπτω
A lighten upon,ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν Plu.2.594e
: metaph.,βασίλειον ἐ. τῷ κόλπῳ Lib.Or.61.10
: abs., AP7.49 ([place name] Bianor): c. acc. cogn., ἐ. πῦρ flash fire, APl.4.141 (Phil.);σπινθῆρας Nonn.D. 18.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαστράπτω
См. также в других словарях:
επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω … Dictionary of Greek